μασχαλιστῆρα

μασχαλιστῆρα
μασχαλιστήρ
girth passing round the horse behind his shoulders
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • μάντος — ο (Μ μάντος) σχοινί με το οποίο συνδέονται η κεραία και τα πανιά τού καραβιού νεοελλ. 1. το πολύσπαστο, κν. παλάγκο 2. φρ. «μάντος τού πεσκαδούρου» το σύσπαστο τού μασχαλιστήρα, το οποίο χρησιμεύει για τον χειρισμό τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ …   Dictionary of Greek

  • μασχαλίζω — (Α μασχαλίζω) [μασχάλη] νεοελλ. φρ. «μασχαλίζω την άγκυρα» ναυτ. κρεμώ την άγκυρα από τον μασχαλιστήρα αρχ. 1. βάζω κάτι κάτω από τη μασχάλη 2. ακρωτηριάζω πτώμα, επειδή υπήρχε η πεποίθηση στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα άκρα τού θύματός τους… …   Dictionary of Greek

  • μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”